- καταλεαίνω
- καταλεαίνω (Α)1. κάνω κάτι πολύ λείο, καταλεπταίνω2. καταπραΰνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λε(ι)αίνω (< λεῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταλεαίνω — Α 1. καθιστώ κάτι λείο και ομαλό εκ τών προτέρων 2. ισοπεδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλεαίνω «κάνω κάτι λείο και ομαλό»] … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 12c ն. λειόω laevigo. Ողորկ կացուցանել. յղկել. հարթել. յարդարել. արծնել. փայլեցուցանել. կոկել. շտկել. ... *Զքարինս ողորկեցին ջուրք. Յոբ. ՟Ժ՟Դ. 19: *Զգեստք շրջապատք՝ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)